- σφύξη
- η / σφύξις, -εως, ΝΑ [σφύζω]ο αρτηριακός παλμός, ο σφυγμός (α. «έχει ογδόντα σφύξεις το λεπτό» β. «σφύξις τής καρδίας», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφύξη — η σφυγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)